συμμορίων

συμμορίων
συμμοριάω
to be in the same
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
συμμοριάω
to be in the same
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμμοριῶν — συμμορία taxation group fem gen pl συμμοριάω to be in the same pres part act masc voc sg συμμοριάω to be in the same pres part act neut nom/voc/acc sg συμμοριάω to be in the same pres part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • On the Navy — (Ancient Greek: Περὶ τῶν Συμμοριῶν) is the first political oration of the prominent Athenian statesman and orator Demosthenes. It was delivered in 354 BC and constitutes one of the initial political interventions of Demosthenes. On the Navy is a… …   Wikipedia

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

  • ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • μακεδονικός — Συρτός χορός που χορεύεται κυρίως στην περιοχή της Πυλαίας και είναι γνωστός και ως χορός των Καπουτζήδων. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν ανοιχτό κύκλο με το μέτωπο προς το κέντρο και τα πόδια σε στάση προσοχής· τα χέρια συνδέονται από τον… …   Dictionary of Greek

  • μακεδονομάχος — ο αυτός που πολέμησε στον μακεδονικό αγώνα εναντίον τών βουλγαρικών συμμοριών που δρούσαν στη Μακεδονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδονία + μαχος (< μάχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • συμμοριτισμός — ο, Ν το σύνολο τών συμμοριών και η δράση τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορίτης + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • συμμοριτοπόλεμος — ο, Ν πόλεμος μεταξύ ή εναντίον συμμοριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορίτης + πόλεμος (πρβλ. ανταρτο πόλεμος)] …   Dictionary of Greek

  • Αλ Καπόνε — (Al Capone, Νάπολη, Ιταλία 1899 – Μαϊάμι, ΗΠΑ 1947). Ιταλοαμερικανός γκάνγκστερ, που ήταν γνωστός και με το παρωνύμιο σημαδεμένος (scarface). Γεννήθηκε στη Νάπολη της Ιταλίας, απ’ όπου έφυγε το 1918 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Το 1920 πήγε… …   Dictionary of Greek

  • Μάλκολμ X — (Malcolm Little “X”, Ομάχα, Νεμπράσκα 1925 – Νέα Υόρκη 1965). Αφροαμερικανός πολιτικός. Ήταν γιος του Ερλ Λιτλ, βαπτιστή ιεροκήρυκα και υποστηρικτή του απελευθερωτικού κινήματος των Αφροαμερικανών. Το 1926, ύστερα από απειλες της Κου Κλουξ Κλαν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”